- αρίφνητος
- -η, -οεπίρρ. -α (από το αριθμητός), αλογάριαστος, αναρίθμητος, ακαταμέτρητος: Ήρθε λαός αρίφνητος, εγέμισεν ο τόπος (Ερωτόκριτος).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αχνίζω — (I) 1. γίνομαι αχνός, ωχρός 2. χάνω το χρώμα μου, ξεθωριάζω 3. γίνομαι ισχνός, αδυνατίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίθ. αχνός]. (II) 1. βγάζω αχνό 2. θερμαίνω ή ψήνω κάτι στον αχνό 3. εκθέτω στην επίδραση του αχνού (κυρίως για θεραπευτικούς λόγους,… … Dictionary of Greek
μυριαρίφνητος — η, ο (Μ μυριαρίφνητος, η, ον) πολυάριθμος, πολυπληθής («και ξόμπλια μυριαρίφνητα πολλά όμορφα τού λέσι», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + ἀρίφνητος «αναρίθμητος, άπειρος»] … Dictionary of Greek
αρίθμητος — η, ο βλ. αρίφνητος, η, ο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)